- Μέγερμπερ, Τζάκομο
- (Giacomo Meyerbeer, Τάσντορφ, Βερολίνο 1791 – Παρίσι 1864). Γερμανός συνθέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάκομπ Λίμπμαν Μπερ. Άλλαξε το επίθετό του σε πολύ νεαρή ηλικία, ενώ το μικρό του όνομα (Jacob) μεταβλήθηκε οριστικά στο ιταλικό Τζάκομο κατά την περίοδο παραμονής του στην Ιταλία. Άρχισε να σπουδάζει μουσική σε ηλικία τεσσάρων ετών με δασκάλους τον Λάουσκα (μαθητής του Άλμπρεχτσμπεργκερ) και τον Κλεμέντι. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πιανίστας στο Βερολίνο σε ηλικία εννέα ετών, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο σε ρε ελάσσονα του Μότσαρτ και τις παραλλαγές του Λάουσκα. Κατά το 1805 αφιερώθηκε στη μελέτη της σύνθεσης, με δασκάλους τον Άνσελμ Βέμπερ και τον Φόγκλερ. Σύντομα αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο και γνώρισε κάποια επιτυχία στο Μόναχο το 1812 με την όπερά του Το τάμα του Ιεφθάε, αλλά το επόμενο έργο του Οι δύο χαλίφες, που ανεβάστηκε στη Βιέννη το 1814, δεν έτυχε ευνοϊκής αποδοχής από το κοινό. Η ανάγκη περαιτέρω μελέτης και εμπειρίας τον οδήγησαν αρχικά στο Παρίσι και στο Λονδίνο και έπειτα στην Ιταλία, όπου παρέμεινε κατά τα έτη 1816-24. Γοητεύθηκε τόσο από τη μουσική του Ροσίvι, ώστε αποφάσισε να αφοσιωθεί και αυτός στη σύνθεση μελοδραμάτων σε ιταλικό στιλ, όπως Η αναγνώριση της Σεμίραμης (1819), Ο εξόριστος της Γρανάδας (1822) και ο Εσταυρωμένος στην Αίγυπτο (1824), με αποτέλεσμα να γνωρίσει πανευρωπαϊκή επιτυχία. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου επισφράγισε την φήμη του ως συνθέτη με την όπερα Ροβέρτος ο Διάβολος (1831), έργο που ανεβάστηκε πολύ γρήγορα στα θέατρα όλου του κόσμου, ενώ η όπερά του Οι Ουγενότοι (1836) ξεπέρασε τις χίλιες παραστάσεις στην Όπερα του Παρισιού, γεγονός πρωτοφανές για την εποχή. Το 1842 πήγε στο Βερολίνο και παρέμεινε εκεί έως το 1846· ονομάστηκε αρχιμουσικός (General Musikdirector) της αυλής και μέλος της Ακαδημίας, ενώ ασχολήθηκε κυρίως με τη λεπτομερή προετοιμασία της καινούριας του όπερας Ο Προφήτης, που ανεβάστηκε το 1849 με μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν Το άστρο του Βορρά (1854) και η Αφρικάνα (1865), έργο που παραστάθηκε μετά τον θάνατό του. Πρωταγωνίστησε επί μακρόν στον ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό, επιδεικνύοντας με τις τρεις εναλλαγές του ύφους του (γερμανικό, ιταλικό, γαλλικό) μοναδική επινοητικότητα. Εκτός από τα όρια της grand opera, στα οποία συνήθως περιορίζεται η καλλιτεχνική του επίδοση, μπόρεσε να αναγνωριστεί αρκετά μετά τον θάνατό του. Είχε γράψει επίσης θρησκευτικές και συμφωνικές συνθέσεις. Υπήρξε αντίπαλος και ταυτόχρονα δάσκαλος του Βέρντι και του Βάγκνερ. Η καλή μελωδική σκιαγράφηση, η σκηνική μεγαλοπρέπεια, ο πλούτος της ενορχήστρωσης και η χορωδιακή ευρύτητα της μουσικής του είχαν πλατιά απήχηση σε όλο τον 19o αι., καθιστώντας τον Μ. ως έναν από τους θεμελιωτές της ρομαντικής όπερας.
Dictionary of Greek. 2013.